Πώς επιλέγουμε κρασί για το γιορτινό τραπέζι; Τι σερβίρουμε σε μπουφέ; Τι κάνουμε τα αφρώδη και ποια είναι η σωστή θερμοκρασία σερβιρίσματος; Ε, γι’ αυτά και άλλα πολλά, εδώ οι απαντήσεις, συγκεντρωμένες.
Από την εποχή του Ομήρου ακόμη, ίσως και παλαιότερα, η συνεύρεση διαφορετικών ανθρώπων γύρω από ένα τραπέζι φαγητού αποτέλεσε -και συνεχίζει να αποτελεί- μια από τις κορυφαίες εκφράσεις πολιτισμού. Όχι βέβαια με σκοπό να χορτάσουν την πείνα τους –τούτο το κάνει κανείς προφανώς καλύτερα κατά μόνας– αλλά για την απόλαυση τόσο της ίδιας της τροφής όσο και της συντροφιάς των συνδαιτυμόνων.
Αν λογαριάσουμε, για παράδειγμα, πόσες αποφάσεις πάρθηκαν, πόσες φιλοσοφικές θεωρίες διατυπώθηκαν, πόσες συμμαχίες χτίστηκαν ή γκρεμίστηκαν στα συμπόσια των αρχαίων με το αυστηρό τελετουργικό, στα δείπνα των Ρωμαίων με τις υπερβολές τους, στα αντίστοιχα του παλατιού και της βυζαντινής αριστοκρατίας, και αργότερα στα γεύματα της γαλλικής αυλής και της αριστοκρατίας, με το εκλεπτυσμένο πρωτόκολλο, τότε, έστω με μια δόση υπερβολής, μπορούμε να τα θεωρήσουμε ως κομμάτι της παγκόσμιας Ιστορίας.
Εμείς, σίγουρα δεν φιλοδοξούμε να αποτελέσουμε τμήμα της, αναγνωρίσιμο τουλάχιστον, αλλά η ανάγκη και η επιθυμία της συνεύρεσης γύρω από ένα τραπέζι, με τους ανθρώπους που αγαπάμε ή εκτιμούμε, παραμένει ισχυρή. Και η πρόσκληση στο σπίτι για δείπνο είναι μια κίνηση υψηλής αξίας, που διαφέρει σαφώς από την κοινή έξοδο για φαγητό στο εστιατόριο ή την ταβέρνα. Δείχνει φροντίδα, εκτίμηση και εμπιστοσύνη, καθώς μοιραζόμαστε με τους καλεσμένους μας τον ιδιωτικό μας χώρο.
Ευτυχώς, για τους περισσότερους τουλάχιστον, το αυστηρό πρωτόκολλο και η εθιμοτυπία των παλαιότερων εποχών έχουν υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, οπότε τόσο η οργάνωση όσο και η διαχείριση ενός δείπνου είναι ευκολότερες. Παρά ταύτα, ισχύει πάντα η παραίνεση του σπουδαίου γαστρονόμου Brillat-Savarin (1755-1826) «όταν προσκαλούμε κάποιον στο σπίτι μας, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να τον κάνουμε ευτυχισμένο καθ’ όλο τον χρόνο παραμονής του κάτω από τη στέγη μας». Όπως και οι δυο απλές αλήθειες «καλούμε από ευχαρίστηση και όχι από καταναγκασμό» εντάξει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, και «οι σχέσεις μας με τους άλλους χρειάζονται προσπάθεια για να ευδοκιμήσουν».
Και φυσικά, πρωταγωνιστική θέση σε κάθε τραπέζι όπου οι οικοδεσπότες σέβονται τον εαυτό τους και τους καλεσμένους τους διατηρεί το κρασί. Συγκεντρώσαμε τις ερωτήσεις και τις απορίες που πιθανόν θα σας απασχολήσουν πριν από τη διοργάνωση του γεύματος και σας δίνουμε τις απαντήσεις.

1. Πώς επιλέγουμε κρασί για το γιορτινό τραπέζι;
Το γιορτινό τραπέζι προϋποθέτει σχεδόν πάντα εκείνο το «κάτι παραπάνω». Σε φροντίδα, σε χρόνο, σε ποικιλία, ακόμα και σε κόστος. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να συμβαίνει διαφορετικά και με την επιλογή του κρασιού ή μάλλον των κρασιών. Γιατί, αφού βέβαια έχει καταρριφθεί εδώ και χρόνια ο αστικός μύθος ότι η εναλλαγή διαφορετικών κρασιών οδηγεί στη μέθη, μπορούμε να διαλέξουμε, χωρίς ενδοιασμούς, το πιο ταιριαστό κρασί για κάθε πιάτο. Συνήθως τα πιάτα ενός γιορταστικού τραπεζιού στο σπίτι, με σωστό σχεδιασμό, μπορούν, με κάποιους αλλά συνήθως όχι σοβαρούς συμβιβασμούς, να υποστηριχθούν από μόλις τρία κρασιά – ένα λευκό, ένα κόκκινο κι ένα γλυκό.
Σας προτείνουμε, λοιπόν, για τα ορεκτικά, τη σούπα, την πίτα και τη σαλάτα, που προφανώς θα ανοίξουν το γεύμα, ένα λευκό ξηρό κρασί με ισχυρή προσωπικότητα, διακριτικά αρώματα και σφριγηλή, επίμονη παρουσία στο στόμα, ικανή να αντιμετωπίσει τόσο τις οξύτητες όσο και την ελαφριά γλύκα που πιθανόν κάποια ορεκτικά θα έχουν. Τυπικό παράδειγμα το σαντορινιό Ασύρτικο και τα αντίστοιχά του.
Ένα ερυθρό με γενναιόδωρο χαρακτήρα, που συνδυάζει δύναμη και όγκο, για παράδειγμα, τα «χαρμάνια» με βάση το Cabernet Sauvignon ή το Syrah, αλλά ακόμα και ένα βαρελάτο Αγιωργίτικο, θα ταιριάξει όμορφα σε μαγειρικές με μοσχάρι ή αρνί. Για τα πουλερικά στον φούρνο ένα γεμάτο Chardonnay ή κάποιο ανάλογο, που ωρίμασε σε βαρέλι, θα αποδειχθεί εξαιρετικός σύντροφος ενώ αν επιμείνετε παραδοσιακά με χοιρινό πρασοσέλινο και τα παρόμοια, προτιμήστε ένα Sauvignon Blanc ή μια Μαλαγουζιά. Στο αγριογούρουνο με φρούτα, πάλι, που συνηθίζεται αυτές τις μέρες, το Ξινόμαυρο, με το νεύρο και τη δύναμή του, θα κάνει καλή παρέα. Για τα σοκολατένια γλυκά η κλασική Μαυροδάφνη της Πάτρας ή ένα αντίστοιχο κόκκινο, γλυκό κρασί αποτελεί σχεδόν μονόδρομο, ενώ για τα μελομακάρονα, τον μπακλαβά και τα λοιπά σιροπιαστά σκεφθείτε ένα σαντορινιό Vinsanto ή ένα σαμιώτικο Nectar.
2. Μπουφές: Η εύκολη λύση και για το κρασί
Το σερβίρισμα σε έναν γιορτινό μπουφέ διευκολύνει ασφαλώς την οικοδέσποινα, βάζει όμως ένα πρόσθετο πρόβλημα σε όποιον πρέπει να επιλέξει τα κρασιά. Καθώς η σειρά του σερβιρίσματος, άρα και της δοκιμής των φαγητών, δεν είναι με βεβαιότητα καθορισμένη, τα κρασιά που θα επιλεγούν θα πρέπει να μπορούν να λειτουργήσουν και λίγο ως πασπαρτού.
Επομένως, καλό είναι να προβλέψουμε ένα ευέλικτο και φιλικό λευκό, για παράδειγμα από Μοσχοφίλερο ή συνδυασμό Sauvignon Blanc και Ασύρτικου, για τα σαλατικά και για τους μεζέδες ένα ξηρό κόκκινο, με μαλακές τανίνες, χωρίς αιχμές, όπως ένα Αγιωργίτικο δεξαμενής. Για τα γλυκά, αν επιλέξετε να προσφέρετε κρασί, ισχύουν όσα γράφουμε μόλις παραπάνω.
Συνήθως, τα πιάτα ενός γιορταστικού τραπεζιού, με σωστό σχεδιασμό, μπορούν, με κάποιους συμβιβασμούς, να υποστηριχθούν από μόλις τρία κρασιά – ένα λευκό, ένα κόκκινο κι ένα γλυκό.

3. Πότε θα πρέπει να μεταγγίζω σε καράφα το κόκκινο κρασί;
Ας δούμε τα πράγματα «επιστημονικά». Η μεταφορά οποιουδήποτε κρασιού από τη φιάλη του σε ένα μεγαλύτερο δοχείο, όπως είναι η καράφα, σημαίνει μια αρκετά «βίαιη» επαφή του με το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, επαφή που έχει ως αποτέλεσμα την «επιτάχυνση» της διαδικασίας ωρίμασης. Συχνά, με μια δόση ποιητικής υπερβολής, λέμε ότι έτσι βοηθάμε το κρασί να απελευθερώσει τα αρώματά του και να μαλακώσει. Στην πραγματικότητα, μέσα σε 1-2 ώρες που μπορεί να μείνει στην καράφα συμβαίνει ό,τι θα συνέβαινε σε μερικά χρόνια στη φιάλη.
Επομένως, αν θέλω να δω τα πραγματικά χαρακτηριστικά του κρασιού, στη συγκεκριμένη φάση της εξέλιξής του –μην ξεχνάμε ότι ως ζωντανός οργανισμός μεταβάλλεται στη διαδρομή του χρόνου– δεν μεταγγίζω. Όμως συχνά, από ανάγκη ή ανυπομονησία, θέλουμε να καταναλώσουμε ένα κόκκινο κρασί που δεν έχει μπει ακόμη στην ηλικία της ωριμότητας και είναι «κλειστό» αρωματικά, με σκληρή, τανική γεύση. Σε αυτή την περίπτωση η μετάγγιση θα ήταν μια λύση, αν και προτιμότερη θα ήταν η υπομονή. Τα πράγματα αλλάζουν όταν έχουμε ήδη παλαιωμένα κόκκινα κρασιά, που έχουν σχηματίσει ίζημα, το οποίο δεν είναι πολύ ευχάριστο, αισθητικά και γευστικά, να περάσει στα ποτήρια μας. Εδώ η μετάγγιση μοιάζει μονόδρομος, αν και δεν λείπουν όσοι υποστηρίζουν το προσεκτικό σερβίρισμα απευθείας από τη φιάλη, ώστε να μην αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά του κρασιού από την επαφή με το οξυγόνο.
4. Άλλο ωρίμαση και άλλο παλαίωση
Συχνά συναντάμε σε κείμενα ή ακόμη και σε καταλόγους εστιατορίων κρασιά που «παλαίωσαν» σε βαρέλι, ενώ στην πραγματικότητα απλώς ωρίμασαν σε αυτό. Και αν ο μέσος καταναλωτής δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα στην ωρίμαση και στην παλαίωση σε βαρέλι, το ίδιο δικαίωμα άγνοιας δεν υφίσταται για όποιον θέλει να λέγεται ή φιλοδοξεί να γίνει επαγγελματίας. Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 280557/9.6.2005, η ένδειξη «παλαίωσε σε βαρέλι» ή «παλαιωμένος σε βαρέλι» μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για λευκά, ροζέ και κόκκινα κρασιά Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, που έχουν παραμείνει σε δρύινο βαρέλι τουλάχιστον για 12 μήνες.
Αντιθέτως, χρησιμοποιούμε την ένδειξη «ωρίμασε σε βαρέλι» ή «ωρίμαση σε βαρέλι» για τα κόκκινα κρασιά που παρέμειναν τουλάχιστον για 6 μήνες σε δρύινο βαρέλι και ο συνολικός χρόνος παλαίωσης (μαζί με τη φιάλη) ξεπερνά τους 12 μήνες, ενώ για τα λευκά ή τα ροζέ κρασιά οι αντίστοιχοι χρόνοι είναι 3 και 6 μήνες. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Όμως, σκεφθείτε πόσο διαφορετικοί είναι οι χαρακτήρες ενός κρασιού που έμεινε για 3 μήνες σε βαρέλι κι ενός άλλου που έμεινε για 12 ή παραπάνω και σε πόσο απογοητευτικές επιλογές μπορεί να οδηγηθούμε από μια τέτοια λανθασμένη πληροφορία.

5. Υπάρχουν κανόνες για τη θερμοκρασία σερβιρίσματος του κρασιού;
Ναι, υπάρχουν. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η σωστή θερμοκρασία σερβιρίσματος αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες για την απόλαυση που προσφέρει ένα κρασί, καθώς μεταβάλλονται οι εντάσεις στα αρώματα, στη γεύση και την αίσθηση της οξύτητας ή της γλυκύτητας.
Ιδού ένας συνοπτικός οδηγός:
Αφρώδη κρασιά
Οι ιδανικές θερμοκρασίες κυμαίνονται από 6°C έως 12°C. Τα περισσότερο αρωματικά και τα πιο γλυκά αφρώδη σερβίρονται στο κάτω άκρο (6°C) της κλίμακας, ενώ τα πιο πολύπλοκα αφρώδη και κυρίως οι σαμπάνιες προτιμούν τους 8°-10°C. Αν μάλιστα πρόκειται για τις χρονολογημένες ή τις παλαιωμένες εκδοχές τους, τότε μπορούμε να σκεφτούμε και το πάνω άκρο της κλίμακας.
Λευκά – Ροζέ
Τα πιο ελαφρά και τα πιο αρωματικά σερβίρονται στους 8°-10°C. Όσα έχουν πιο γεμάτο σώμα σερβίρονται στους 10°-12°C, ενώ τα πλούσια, λευκά που έχουν ωριμάσει σε βαρέλι αναδεικνύονται καλύτερα στους 12°-14°C. Στην ίδια θερμοκρασία «αποδίδουν» καλύτερα και τα περισσότερα ροζέ.
Ερυθρά
Ανάλογα με τον χαρακτήρα τους τα κόκκινα αναζητούν θερμοκρασίες από 14°C έως 20°C, με τα πολύ φρέσκα και αρωματικά, τύπου Beaujolais Nouveau, να βρίσκονται στο κάτω σκαλί και τα πλούσια, συμπαγή, τανικά κρασιά στο πάνω.
Γλυκά κρασιά
Πάλι ανάλογα με τον χαρακτήρα τους επιλέγουμε θερμοκρασίες 6°-8°C για τα φρέσκα , αρωματικά και ανάλαφρα, λευκά, μέχρι 12°-14°C για τα παλαιωμένα και πυκνά λευκά ή ακόμα λίγο πιο πάνω για τα αντίστοιχα κόκκινα.
Γενικά, δεν ξεχνάμε ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες «μειώνουν» την ένταση των αρωμάτων και την αίσθηση της οξύτητας, ενώ οι πολύ υψηλές τονίζουν την αλκοόλη και τις τανίνες.
Και πώς ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία;
Ο πιο συνηθισμένος και εύκολος τρόπος είναι η τοποθέτηση της φιάλης στο ηλεκτρικό ψυγείο, για όσο χρόνο χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή θερμοκρασία. Γενικεύοντας, υπολογίζουμε περίπου δύο ώρες για μια φιάλη λευκού κρασιού. Διαδεδομένη, επίσης, κυρίως σε επαγγελματικούς χώρους είναι η χρήση σαμπανιέρας με πάγο και νερό, που μπορεί να δροσίσει σε σύντομο χρόνο μια φιάλη κρασί. Για να λειτουργήσει όμως αποδοτικά η σαμπανιέρα πρέπει να γεμίσει κατά 2/5 με πάγο και κατά 1/5 με νερό, ώστε να μην υπερχειλίσει όταν μπει μέσα η φιάλη.
Βολική για την επίτευξη της σωστής θερμοκρασίας είναι η χρήση σαμπανιέρας, που πρέπει να γεμίσει κατά 2/5 με πάγο και κατά 1/5 με νερό, ώστε να μην υπερχειλίσει όταν μπει μέσα η φιάλη.

6. Τυρί και κρασί: Τα μυστικά μιας αμφιλεγόμενης σχέσης
Μυστικό πρώτο: Ο πετυχημένος γάμος είτε πρόκειται για ανθρώπους είτε πρόκειται για τυριά και κρασιά είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Με άλλα λόγια, αναζητούμε το εφικτό και όχι το τέλειο.
Μυστικό δεύτερο: Όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους, κάθε κομμάτι τυρί και κάθε μπουκάλι κρασί είναι μοναδικό και διαφέρει από τα υπόλοιπα του είδους του. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ότι ένα κεφάλι τυρί που ωριμάζει μπορεί να χάσει το 20% της υγρασίας του, άρα και του βάρους του, μέσα σε 3 μήνες. Τούτο όμως σημαίνει ότι μεταβάλλονται οι αναλογίες των συστατικών του, όπως το αλάτι ή τα λιπαρά, άρα και τα χαρακτηριστικά του. Όπως μεταβάλλονται και τα χαρακτηριστικά των κρασιών με το πέρασμα του χρόνου. Επομένως, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, θα πρέπει να μιλάμε για το ταίριασμα ενός συγκεκριμένου τυριού με ένα συγκεκριμένο κρασί σε μια δεδομένη στιγμή. Επειδή αυτό είναι μάλλον ανέφικτο, θα μιλήσουμε γενικά.
Μυστικό τρίτο: Καθώς σε αρκετά τυριά κυριαρχούν η λιπαρότητα, η οξύτητα ή η αλμύρα, ταιριάζουν περισσότερο με λευκά κρασιά, που κατά κανόνα διαθέτουν χαρακτηριστικά ικανά να τις αντιμετωπίσουν. Για παράδειγμα, τα λευκά τυριά με λιγότερο ή περισσότερο τονισμένη οξύτητα, θα ένιωθαν άνετα δίπλα σε ένα αντίστοιχα ζωηρό λευκό ξηρό κρασί, με βάση τις ποικιλίες Ασύρτικο, Sauvignon Blanc ή τα αντίστοιχά τους. Η εθνική μας φέτα ταιριάζει με μια καλή ρετσίνα, αλλά και με νευρικά λευκά κρασιά. Τα ημίσκληρα τυριά, όπως το κασέρι ή αρκετές αγελαδινές γραβιέρες, στέκονται άνετα δίπλα σε ένα λευκό ξηρό κρασί, ελαφρά περασμένο από βαρέλι, ενώ τα περισσότερο λιπαρά ή πικάντικα τυριά προτιμούν μάλλον τα πιο πλούσια, βαρελάτα, λευκά ξηρά κρασιά. Οι φίλοι των κόκκινων κρασιών θα πρέπει να αποφύγουν τις έντονες τανίνες προτιμώντας κρασιά όπως Merlot, Sangiovese, Pinot Noir ή Αγιωργίτικο, αν και προσωπικά βρίσκω πολύ καλό το πάντρεμα του Cabernet Sauvignon με λιπαρά, κρεμώδη τυριά, όπως το Camembert. Απέναντι στην αλμύρα και την ένταση, πάλι, ενός ροκφόρ ή άλλου μπλε τυριού η απάντηση είναι ένα γλυκό κρασί, είτε λευκό είτε κόκκινο.
Καθώς σε αρκετά τυριά κυριαρχούν η λιπαρότητα, η οξύτητα ή η αλμύρα, ταιριάζουν περισσότερο με λευκά κρασιά, που μπορούν να τις αντιμετωπίσουν. Όχι, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να φυλάξουμε τη σαμπάνια που μας έστειλαν φέτος, για να την ανοίξουμε στον γάμο της νεογέννητης κόρης μας.
7. Οι φυσαλίδες που αγαπάμε
Μια και το επιβάλλουν οι μέρες, ας θυμηθούμε τη σαμπάνια και ας δούμε σε ποιες περιστάσεις μπορούμε να την απολαμβάνουμε. Η Madame Lily Bollinger, μία από τις μεγάλες κυρίες που συνδέθηκαν με αυτό το ξεχωριστό κρασί, είπε κάποτε: «Πίνω σαμπάνια όταν είμαι χαρούμενη, αλλά κι όταν είμαι λυπημένη. Μερικές φορές πίνω όταν νιώθω μοναξιά, όταν έχω παρέα όμως τη θεωρώ απαραίτητη. Πίνω με το φαγητό μου, αλλά και για να ξεγελώ την πείνα μου. Σε καμιά άλλη περίπτωση δεν την αγγίζω, εκτός όταν διψάω!». Βέβαια, αν το σπορ σάς φαίνεται λίγο ακριβό, σκεφθείτε ότι η Μadame Bollinger ήταν ιδιοκτήτρια του ομώνυμου οίκου. Και αν ο προϋπολογισμός μας ή ο μεγάλος αριθμός των καλεσμένων δεν επιτρέπει τέτοιους εκτροχιασμούς, υπάρχουν πάντα, ως εναλλακτικές, τα εξαιρετικά ελληνικά αφρώδη από τη Μαντίνεια, το Αμύνταιο ή και άλλες περιοχές.

8. Να «φυλάξω» τη σαμπάνια που μάς έφεραν δώρο;
Όχι, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να κρατήσουμε τη σαμπάνια που μας έστειλαν φέτος, για να την ανοίξουμε στον γάμο της νεογέννητης κόρης μας. Η σαμπάνια, κατά κανόνα, είναι προϊόν ανάμειξης διαφορετικών εσοδειών και όταν φεύγει από τα κελάρια του παραγωγού είναι έτοιμη για κατανάλωση, αν και θεωρητικά μπορεί να παραμείνει ακμαία για 4-5 χρόνια από εκείνη τη στιγμή. Μόνο που επειδή δεν ξέρουμε πότε ήταν «εκείνη η στιγμή» και από πόση ταλαιπωρία πέρασε μέχρι να φτάσει σε μας, καλό είναι να μην την αφήσουμε να περιμένει περισσότερο από έναν χρόνο, το πολύ. Υπάρχουν λίγες εξαιρέσεις που αφορούν «χρονολογημένες» σαμπάνιες από μια μόνο –και πολύ καλή– σοδειά, αλλά ακριβώς πρόκειται για εξαιρέσεις.
9. Τι να κάνω με το κρασί που έμεινε;
Οι Γάλλοι έχουν μια παροιμία που λέει «μπουκάλι που ανοίχτηκε πρέπει να το πιούμε!» και είναι ίσως η καλύτερη απάντηση στην ερώτηση. Ωστόσο, χωρίς σοβαρές απώλειες, μπορούμε να την κρατήσουμε στο ψυγείο για 1-2 ημέρες. Αν μάλιστα χρησιμοποιήσουμε το ειδικό πώμα και την αντλία που αφαιρεί τον αέρα, ο χρόνος αυτός μπορεί να διπλασιαστεί. Ευνόητο είναι ότι τα κόκκινα κρασιά είναι πιο ανθεκτικά από τα λευκά. Και, φυσικά, μπορούμε πάντοτε να τα χρησιμοποιήσουμε στα μαγειρέματα των επόμενων ημερών.

10. Τις πταίει για τον πονοκέφαλο;
Συχνά ακούμε από γνωστούς και φίλους δηλώσεις του τύπου «αυτό το παλιόκρασο μου ’φερε πονοκέφαλο». Που συνήθως ολοκληρώνονται με τον εντοπισμό του… ενόχου, «αλλά τι περιμένεις, αφού περιέχει θειώδη και το γράφει κιόλας». Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη, ίσως, πλάνη που σχετίζεται με το κρασί και ενοχοποιεί ένα από τα πιο αθώα υλικά που χρησιμοποιούνται στην οινοποιητική διαδικασία. Ο λόγος για τον οποίο υπάρχει στις ετικέτες των κρασιών η επισήμανση για την παρουσία των θειωδών έχει να κάνει με την πιθανότητα εμφάνισης αλλεργικών αντιδράσεων σε, στατιστικά ελάχιστους, ανθρώπους, στις οποίες σίγουρα δεν περιλαμβάνεται ο πονοκέφαλος.
Τελικά, τι ευθύνεται για τον πονοκέφαλο; Πρώτα απ’ όλα η υπερβολική κατανάλωση, καθώς η αλκοόλη προκαλεί, μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία, αφυδάτωση των εγκεφαλικών κυττάρων, σύμπτωμα της οποίας είναι ο πονοκέφαλος. Δεύτερον, έχουν εντοπιστεί δύο βιογενείς αμίνες, η γνωστή ισταμίνη και η τυραμίνη, που υπάρχουν σε πολλά τρόφιμα και οι οποίες μπορούν επίσης να προκαλέσουν πονοκέφαλο, ως αλλεργική αντίδραση, σε ανθρώπους με ευαισθησία, εξαιτίας της έλλειψης ενός ενζύμου από τον οργανισμό τους. Οι ουσίες αυτές περιέχονται και στο κρασί, σε διαφορετικές συγκεντρώσεις, ανάλογα, κυρίως, με την ποικιλία σταφυλιού, με τις κόκκινες να ενοχοποιούνται περισσότερο. Έτσι ίσως εξηγείται το φαινόμενο ένα μόνο ποτήρι, ενός συγκεκριμένου κρασιού, να μας προκαλεί πονοκέφαλο, ενώ μια ολόκληρη φιάλη να μη μας… αγγίζει.
Χωρίς σοβαρές ποιοτικές απώλειες, μπορούμε να διατηρήσουμε μια ανοιχτή φιάλη κρασί στο ψυγείο για 1-2 ημέρες, με τα κόκκινα να είναι πιο ανθεκτικά.
11. Σπασμένος φελλός; Ψυχραιμία
Κόβετε το καψύλλιο, σύμφωνα με τους κανόνες, βυθίζετε το «ανοιχτήρι» στον φελλό και επιχειρείτε να τον αφαιρέσετε. Και τότε ακριβώς συμβαίνει το ατύχημα. Ο φελλός σπάει κι ένα μέρος του βγαίνει μαζί με το ανοιχτήρι, ενώ ένα άλλο μένει σφηνωμένο στον λαιμό του μπουκαλιού. Τώρα, τι γίνεται; Κατ’ αρχάς, ψυχραιμία. Για όλα υπάρχουν λύσεις. Ας δούμε όμως πρώτα γιατί συνέβη το ατύχημα.
Πρώτη πιθανή αιτία, το μπουκάλι να έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε όρθια θέση, οπότε ο φελλός δεν ερχόταν σε επαφή με το κρασί, με αποτέλεσμα να στεγνώσει, να «ξεραθεί» και να γίνει εύθρυπτος. Δεύτερη, να χρησιμοποιήσαμε ακατάλληλο ανοιχτήρι, που η σπείρα του άσκησε υπερβολική πίεση, με αποτέλεσμα να τον θρυμματίσει. Τρίτη αιτία, όχι ασυνήθιστη, η αστοχία… υλικού. Μην ξεχνάμε ότι ο φελλός είναι φυσικό προϊόν και ως τέτοιο μπορεί να παρουσιάζει μικρές ατέλειες, ειδικά αν πρόκειται για ολόκληρο φελλό και όχι για τρίμματα που έχουν συγκολληθεί. Τέλος, ίσως φταίει ένας εσφαλμένος χειρισμός μας. Για παράδειγμα, μήπως βιδώσαμε το ανοιχτήρι πολύ λοξά ή πολύ κοντά στα τοιχώματα της φιάλης. Ανεξάρτητα από την αιτία, οι λύσεις είναι συγκεκριμένες.
Πρώτη επιδίωξη να αφαιρέσουμε το υπόλοιπο τμήμα του φελλού. Πώς; Βιδώνουμε το ανοιχτήρι, όσο πιο λοξά μπορούμε, ώστε η σπείρα να έρχεται σε επαφή με όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος του φελλού. Τραβάμε πολύ προσεκτικά το ανοιχτήρι προς το μέρος μας, μέχρι να αισθανθούμε αντίσταση. Συνεχίζουμε να τραβάμε αργά και, αν χρειάζεται, χρησιμοποιούμε τον μοχλό του ανοιχτηριού. Αν η προσπάθεια αποτύχει, είτε γιατί ο φελλός είναι τόσο ξερός που θρυμματίζεται εντελώς είτε γιατί το κομμάτι που έχει μείνει είναι πολύ λεπτό για να «βιδώσει» το ανοιχτήρι, θα τον σπρώξουμε μέσα στη φιάλη και θα μεταγγίσουμε το περιεχόμενό της σε καράφα, χρησιμοποιώντας ένα λεπτό ύφασμα ως φίλτρο.
Εάν δεν σας απασχολεί ο εντυπωσιασμός των καλεσμένων σας, το κλασικό «ανοιχτήρι του σερβιτόρου» παραμένει η καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή
12. Ποιο είναι το καλύτερο ανοιχτήρι;
Προσωπικά, και εφόσον δεν έχετε κάποια πρόθεση εντυπωσιασμού των καλεσμένων σας, προτείνω ως ασφαλέστερη –και μακράν οικονομικότερη– επιλογή το κλασικό «ανοιχτήρι του σερβιτόρου». Αρκεί να προσέξουμε μερικές μικρές λεπτομέρειες στην ποιότητα κατασκευής.
1. Η σπείρα του θα πρέπει να είναι λεπτή, μακριά και καλυμμένη με Teflon, που της επιτρέπει να εισχωρεί με ευκολία στον φελλό.
2. Αν ο μοχλός του (το ποδαράκι που πατάει στο χείλος της φιάλης) είναι δύο θέσεων και «σπαστός», το άνοιγμα γίνεται παιχνίδι, καθώς απαιτείται ελάχιστη μυϊκή δύναμη από μέρους σας.
3. Η εργονομική λαβή και το μικρό μαχαιράκι που μας επιτρέπει να κόβουμε και να αφαιρούμε το καψύλλιο θα κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη.
Δείτε επίσης
Η Αττική πέρα από το Σαββατιανό: 20 ετικέτες που ξεχωρίσαμε